Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οὐλοχύτας τε κατήρχετο

См. также в других словарях:

  • κατάρχω — (AM κατάρχω) (ενεργ. και μέσ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», Αισχύλ. β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», Ξεν. γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», Ευρ.) μσν. αρχ. εξουσιάζω, κυβερνώ αρχ. 1. οδηγώ, δείχνω τον… …   Dictionary of Greek

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»